Το Τσιγάρο κι Εγώ Σκηνή 1η
Όπου ο αφηγητής, αναζητώντας το πρόσωπο της εξάρτησης, βλέπει την Ιστορία να περνάει από μπροστά του σαν ανεπανάληπτα στιγμιότυπα γεμάτα καπνό.
Απο ψηλά φαντάζει ένα τίποτα. Ένα τσαλακωμένο τσιγάρο στην άκρη του δρόμου, πεταμένο δίπλα στο κράσπεδο, έτοιμο να κατηφορίσει με τα νερά της βροχής την φαγωμένη άσφαλτο μέχρι να χαθεί στην πρώτη σχάρα των υπονόμων μαζί με τις υπόλοιπες αμαρτίες των περαστικών.
Κατεβαίνοντας χαμηλότερα, στον κόσμο των εμπειριών, χάνεται μέσα σε καπνούς. Ένα τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα ή ριχτό στό στόμα και φόντο πίσω του αμέτρητα στιγμιότυπα της ανθρώπινης ιστορίας. Κανένα από αυτά δεν είναι ίδιο με το προηγούμενό του. Έτσι, η εικόνα των στρατιωτών του Β' Παγκοσμίου που θερίζουν στάχτη στις πεδιάδες του Ρήνου δίνει τη θέση της σ' αυτήν των μεσοαστών οικογενειαρχών στο ηλεκτρικό σπίτι του '50 κι αυτή με τη σειρά της στα βομβαρδισμένα επίκαιρα του Βιετνάμ, συνεχίζει στους επαναστατημένους baby-boomers ανά την υφήλιο και περί το '68, στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα περί τη Δύση και ανα δικτατορία, μηδενίζει το κοντέρ στα ηδονιστικά προαστιακά σαλόνια του Πολέμου των Άστρων και περνώντας από τα φοιτητικά δωμάτια των Windows, καταλήγει στα πολλά μηδενικά των 00's, όπου κυριαρχεί το στιγμιότυπο του απαγορευμένου καπνού. Και ενδιάμεσα πάλι, άλλες εικόνες από Formula 1, συναυλίες, ασπρόμαυρο σινεμά, έγχρωμα sitcoms, πολιτικές συγκεντρώσεις, παριζιάνικα αμφιθέατρα, φουαγιέ στο Μπουένος Άιρες, λιμάνια κι ερήμους στα όρια των Τροπικών, βικτοριανά θέατρα και λεβαντίνικα παζάρια στα όρια των ενοχών, εικόνες από Λονδροβερολινέζικα νεκροταφεία και γκροτέσκους πύργους, σπανιόλικα κάτεργα και καλύβια στον Μισσισιπή, Σαιξπηρικούς έρωτες, αλλά και έρωτες σαν αυτόν του επίσης ελισσαβετιανού Τζον Ρολφ που πρώτος πέτυχε την καλλιέργεια καπνού στην παρθένα από διαφωτισμό Βιρτζίνια, αλλά ο μύθος του ταξιδεύει στις λαϊκές διηγήσεις ως εκείνος ο λευκός άντρας της Ποκαχόντας, μια σχέση που, παράξενο πως, συνδέει το τσιγάρο με όλους τους έρωτες και πολέμους των Νεότερων Χρόνων, αυτών που διέσχισαν τον Ατλαντικό από την Ατλάντα του Γκέημπλ μέχρι την Καζαμπλάνκα του Μπόγκαρτ και πάλι πίσω σε ένα πέρα δώθε μέσα σε καπνούς, αμαρτίες της σκέψης κι αδυναμίες της σάρκας. Κάθε φορά καινούριες, σαν να μην υπήρξαν οι προηγούμενες, σαν οι ανθρώπινες πράξεις να ήταν το τίποτα. Το τσιγάρο είναι τόσο παλιό όσο καινούρια είναι η εικόνα του. Όσο πιο καινούρια, τόσο πιο βαθιά στον χρόνο ανακαλύπτει τα βασικά ένστικτα της ανθρώπινης εξάρτησης. Η τελευταία fit εικόνα της απαγόρευσης αποδεικνύει πως, μπροστά και στην πιο ορθολογική αιτιοκρατία, ο μεταφυσικός εμπειρισμός των ενστίκτων επικρατεί. Οι καπνοί μαρτυρούν θάνατο. Όμως, ο άνθρωπος ελκύεται εύκολα από το τίποτα.
Το Τσιγάρο κι Εγώ Σκηνή 2η
Όπου ο αφηγητής αναζητώντας το πρόσωπο της απαγόρευσης, βλέπει τον καπνό να θολώνει την Ιστορία και να μένει το τίποτα.
Έκοψα το τσιγάρο στα μέσα του 2010. Είναι η εποχή που οι δυτικές κοινωνίες ανακαλύπτουν τις αμαρτίες της οικονομικής κρίσης σαν να μην υπήρξαν οι προηγούμενες. Μια εποχή που στα καθ' ημάς θα πάρει τον τίτλο “τα χρόνια του μνημονίου”, σαν ένα είδος μεταμοντέρνου μαγικού ρεαλισμού, για “τα χρόνια της χολέρας”, όπου οι χαμένες ευκαιρίες της ζωής ορίζουν το μέτρο της συγκίνησης. Μια γενιά ολόκλήρη, η δική μου γενιά, ίσως η πιο διαβασμένη και πιο αστική σε τόσο ασφυκτικό περιβάλλον -τολμώ να πω, από τα χρόνια της μεσαιωνικής εκείνης Νίκαιας- αγωνιά και βυθίζεται στη θλίψη εξαιτίας των χαμένων ευκαιριών του παρελθόντος. Των ευκαιριών του παρελθόντος που όσο πιο καινούρια είναι η θλίψη, τόσο πιο παλιά χάνονται στο χρόνο.
Λειτουργεί κάπως έτσι: Μια απερισκεψία καταγεγραμμένη σε ομόλογα (θλίψη περί το 2006) την ανάγεις γύρω από το Τείχος και την πτώση του. Μια ασυμβατότητα καταγεγραμμένη σε οδομαχίες (θλίψη περί το 2008) την πας πιο πίσω σε τείχη μεσαιωνικά σαν αυτά της Νίκαια, που το παιχνίδι της ιστορίας την θέλει από πόλη εκτοπίσματος Βρυξελλών συνοικία στα δυτικά προάστια της Αθήνας, με το εκτόπισμα του Σκάαρμπεκ. Οι εκ Βρυξελλών ορμώμενοι νέοι προστάτες μας, όμως, κάνουν πλέον λόγο για έναν νέο τύπο πολίτη (θλίψη περί το 2010). Οι πηγές τότε της αμαρτία μας δεν μπορεί παρά να χάνονται στην προϊστορία.
Όχι μόνο οι αμαρτίες, λοιπόν, αλλά κι εξιλέωσή τους επιτάσσεται σαν να μην έχει ξαναδοθεί εξιλέωση. Αλλά, έτσι είναι η ιστορία. Κι έτσι όπως είναι μπερδεύει τους ανθρώπους και τους θολώνει και τους σπρώχνει βαθύτερα στα ένστικτα στον χώρο και τον χρόνο κι εκείνος ο ηρωικός ορθολογισμός που κάποτε πρόσφατα τους απελευθέρωσε από τον φόβο των τεράτων του Ωκεανού, τώρα στέκει ανήμπορος μπροστά στα νέα τέρατα που γέννησε. Οι νέοι τριαντάρηδες, απόγονοι χωρίς να το ξέρουν των νικητών Εικονολατρών, νομίζουν πως η απαγόρευση του τσιγάρου, αυτή που δίνει ρυθμό στα μηδενικά των 00's, είναι μια καραντίνα σε εποχές χολέρας -ή μνημονίου- που πρέπει πάση θυσία να σπάσει. Το νόημα της χολέρας έχει περάσει στην καραντίνα. Και το νόημα του καπνού στην εικόνα του. Η λατρεία μιας αόρατης εξάρτησης νικάει τον κυνισμό ενός ορατού περιορισμού στα όρια του θανάτου. Πως να πολεμήσεις και να ερωτευτείς όταν σου 'χουν κλέψει κάθε ελπίδα να νικήσεις;
Το Τσιγάρο κι Εγώ Σκηνή 3η
Όπου ο αφηγητής αναζητώντας το πρόσωπο του έρωτα, βλέπει απ' το τίποτα να βγαίνει ελπίδα.
Όπου ο αφηγητής, αναζητώντας το πρόσωπο της εξάρτησης, βλέπει την Ιστορία να περνάει από μπροστά του σαν ανεπανάληπτα στιγμιότυπα γεμάτα καπνό.
Απο ψηλά φαντάζει ένα τίποτα. Ένα τσαλακωμένο τσιγάρο στην άκρη του δρόμου, πεταμένο δίπλα στο κράσπεδο, έτοιμο να κατηφορίσει με τα νερά της βροχής την φαγωμένη άσφαλτο μέχρι να χαθεί στην πρώτη σχάρα των υπονόμων μαζί με τις υπόλοιπες αμαρτίες των περαστικών.
Κατεβαίνοντας χαμηλότερα, στον κόσμο των εμπειριών, χάνεται μέσα σε καπνούς. Ένα τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα ή ριχτό στό στόμα και φόντο πίσω του αμέτρητα στιγμιότυπα της ανθρώπινης ιστορίας. Κανένα από αυτά δεν είναι ίδιο με το προηγούμενό του. Έτσι, η εικόνα των στρατιωτών του Β' Παγκοσμίου που θερίζουν στάχτη στις πεδιάδες του Ρήνου δίνει τη θέση της σ' αυτήν των μεσοαστών οικογενειαρχών στο ηλεκτρικό σπίτι του '50 κι αυτή με τη σειρά της στα βομβαρδισμένα επίκαιρα του Βιετνάμ, συνεχίζει στους επαναστατημένους baby-boomers ανά την υφήλιο και περί το '68, στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα περί τη Δύση και ανα δικτατορία, μηδενίζει το κοντέρ στα ηδονιστικά προαστιακά σαλόνια του Πολέμου των Άστρων και περνώντας από τα φοιτητικά δωμάτια των Windows, καταλήγει στα πολλά μηδενικά των 00's, όπου κυριαρχεί το στιγμιότυπο του απαγορευμένου καπνού. Και ενδιάμεσα πάλι, άλλες εικόνες από Formula 1, συναυλίες, ασπρόμαυρο σινεμά, έγχρωμα sitcoms, πολιτικές συγκεντρώσεις, παριζιάνικα αμφιθέατρα, φουαγιέ στο Μπουένος Άιρες, λιμάνια κι ερήμους στα όρια των Τροπικών, βικτοριανά θέατρα και λεβαντίνικα παζάρια στα όρια των ενοχών, εικόνες από Λονδροβερολινέζικα νεκροταφεία και γκροτέσκους πύργους, σπανιόλικα κάτεργα και καλύβια στον Μισσισιπή, Σαιξπηρικούς έρωτες, αλλά και έρωτες σαν αυτόν του επίσης ελισσαβετιανού Τζον Ρολφ που πρώτος πέτυχε την καλλιέργεια καπνού στην παρθένα από διαφωτισμό Βιρτζίνια, αλλά ο μύθος του ταξιδεύει στις λαϊκές διηγήσεις ως εκείνος ο λευκός άντρας της Ποκαχόντας, μια σχέση που, παράξενο πως, συνδέει το τσιγάρο με όλους τους έρωτες και πολέμους των Νεότερων Χρόνων, αυτών που διέσχισαν τον Ατλαντικό από την Ατλάντα του Γκέημπλ μέχρι την Καζαμπλάνκα του Μπόγκαρτ και πάλι πίσω σε ένα πέρα δώθε μέσα σε καπνούς, αμαρτίες της σκέψης κι αδυναμίες της σάρκας. Κάθε φορά καινούριες, σαν να μην υπήρξαν οι προηγούμενες, σαν οι ανθρώπινες πράξεις να ήταν το τίποτα. Το τσιγάρο είναι τόσο παλιό όσο καινούρια είναι η εικόνα του. Όσο πιο καινούρια, τόσο πιο βαθιά στον χρόνο ανακαλύπτει τα βασικά ένστικτα της ανθρώπινης εξάρτησης. Η τελευταία fit εικόνα της απαγόρευσης αποδεικνύει πως, μπροστά και στην πιο ορθολογική αιτιοκρατία, ο μεταφυσικός εμπειρισμός των ενστίκτων επικρατεί. Οι καπνοί μαρτυρούν θάνατο. Όμως, ο άνθρωπος ελκύεται εύκολα από το τίποτα.
Το Τσιγάρο κι Εγώ Σκηνή 2η
Όπου ο αφηγητής αναζητώντας το πρόσωπο της απαγόρευσης, βλέπει τον καπνό να θολώνει την Ιστορία και να μένει το τίποτα.
Έκοψα το τσιγάρο στα μέσα του 2010. Είναι η εποχή που οι δυτικές κοινωνίες ανακαλύπτουν τις αμαρτίες της οικονομικής κρίσης σαν να μην υπήρξαν οι προηγούμενες. Μια εποχή που στα καθ' ημάς θα πάρει τον τίτλο “τα χρόνια του μνημονίου”, σαν ένα είδος μεταμοντέρνου μαγικού ρεαλισμού, για “τα χρόνια της χολέρας”, όπου οι χαμένες ευκαιρίες της ζωής ορίζουν το μέτρο της συγκίνησης. Μια γενιά ολόκλήρη, η δική μου γενιά, ίσως η πιο διαβασμένη και πιο αστική σε τόσο ασφυκτικό περιβάλλον -τολμώ να πω, από τα χρόνια της μεσαιωνικής εκείνης Νίκαιας- αγωνιά και βυθίζεται στη θλίψη εξαιτίας των χαμένων ευκαιριών του παρελθόντος. Των ευκαιριών του παρελθόντος που όσο πιο καινούρια είναι η θλίψη, τόσο πιο παλιά χάνονται στο χρόνο.
Λειτουργεί κάπως έτσι: Μια απερισκεψία καταγεγραμμένη σε ομόλογα (θλίψη περί το 2006) την ανάγεις γύρω από το Τείχος και την πτώση του. Μια ασυμβατότητα καταγεγραμμένη σε οδομαχίες (θλίψη περί το 2008) την πας πιο πίσω σε τείχη μεσαιωνικά σαν αυτά της Νίκαια, που το παιχνίδι της ιστορίας την θέλει από πόλη εκτοπίσματος Βρυξελλών συνοικία στα δυτικά προάστια της Αθήνας, με το εκτόπισμα του Σκάαρμπεκ. Οι εκ Βρυξελλών ορμώμενοι νέοι προστάτες μας, όμως, κάνουν πλέον λόγο για έναν νέο τύπο πολίτη (θλίψη περί το 2010). Οι πηγές τότε της αμαρτία μας δεν μπορεί παρά να χάνονται στην προϊστορία.
Όχι μόνο οι αμαρτίες, λοιπόν, αλλά κι εξιλέωσή τους επιτάσσεται σαν να μην έχει ξαναδοθεί εξιλέωση. Αλλά, έτσι είναι η ιστορία. Κι έτσι όπως είναι μπερδεύει τους ανθρώπους και τους θολώνει και τους σπρώχνει βαθύτερα στα ένστικτα στον χώρο και τον χρόνο κι εκείνος ο ηρωικός ορθολογισμός που κάποτε πρόσφατα τους απελευθέρωσε από τον φόβο των τεράτων του Ωκεανού, τώρα στέκει ανήμπορος μπροστά στα νέα τέρατα που γέννησε. Οι νέοι τριαντάρηδες, απόγονοι χωρίς να το ξέρουν των νικητών Εικονολατρών, νομίζουν πως η απαγόρευση του τσιγάρου, αυτή που δίνει ρυθμό στα μηδενικά των 00's, είναι μια καραντίνα σε εποχές χολέρας -ή μνημονίου- που πρέπει πάση θυσία να σπάσει. Το νόημα της χολέρας έχει περάσει στην καραντίνα. Και το νόημα του καπνού στην εικόνα του. Η λατρεία μιας αόρατης εξάρτησης νικάει τον κυνισμό ενός ορατού περιορισμού στα όρια του θανάτου. Πως να πολεμήσεις και να ερωτευτείς όταν σου 'χουν κλέψει κάθε ελπίδα να νικήσεις;
Το Τσιγάρο κι Εγώ Σκηνή 3η
Όπου ο αφηγητής αναζητώντας το πρόσωπο του έρωτα, βλέπει απ' το τίποτα να βγαίνει ελπίδα.
Κι όμως, από την προϊστορία κιόλας και την εποχή των μύθων, η ελπίδα ξαναβγαίνει σαν να μην έχει ποτέ ξανά δραπετεύσει απο 'κείνο το κουτί που το 'παν της Πανδώρας και ξαναδοκιμαστεί στα θαραλλέα πειράματα του ιδεαλισμού κάθε Προμηθέα. Ο ορθολογισμός παραμέρισε τα τείχη τα χτισμένα από αμαρτίες και απαγορεύσεις για να περάσουν το κατώφλι της ιστορίας περισσότεροι άνθρωποι. Περισσότεροι από αυτούς που σε παλαιότερους χρόνους είχαν προλάβει να ταμπουρωθούν στην ασφάλεια της ευημερίας τους. Περιμένοντας τη Δευτέρα Παρουσία, οι προοδευτικοί αστοί Ελληνιστές κατέληξαν σε καραντίνα κι αυτοί και οι συνεχιστές του πνεύματός τους στην Εσπερία, αφήνοντας βαρβάρους ante portas. Χρόνια χολέρας και απαγορεύσεων είδε πάμπολλες φορές η Δύση. Ποιος μπορεί, όμως, μετά από όλα αυτά να πει πως έπαψε ο έρωτας; Δεν εξηγείται με τη λογική της αποπληρωμής των χρεών προς την ιστορία. Εξηγείται με τη μεταφυσική της δημιουργίας ως οργάνωσης του χάους. Είναι τόσο παλιό όσο κι ο καπνός -η φωτιά. Στην εποχή του μνημονίου, έκοψα το τσιγάρο, χωρίς πρόβλημα, χωρίς αμαρτία κι εξιλέωση, με πλήρη εικόνα των ωραίων ιδεών από το καπνισμένο παρελθόν, με πλήρη εικόνα του πως φαντάζει ο κόσμος από ψηλά και πως καταρρέει απ' τη μια στιγμή στην άλλη στον υπόνομο. Κατάλαβα πως δεν μου χρειάζεται άλλη μια περιφερόμενη εικόνα για να σπάσω τα τείχη. Κι αυτό που πραγματικά μου συμβαίνει είναι ότι αντικρίζω στα μάτια τον έρωτα και νιώθω πιο δυνατός. Ίσως, πράγματι, όλοι να ζούμε στον υπόνομο κι απλά μερικοί από εμάς να κοιτάμε τα αστέρια. Κι έτσι πολεμάς σαν άνθρωπος. Και νικάς, σαν άνθρωπος επίσης.